ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΥΛΑ ΣΤΗΝ ΤΖΟΥΛΙΑ

Από μικρό παιδί τα έβαζα με τη μάνα μου, που τη θεωρούσα αυστηρή μαζί μου σαν Γερμανίδα νταντά. Εκνευριζόμουν όταν μου απαγόρευε το ένα ή το άλλο, που θεωρούσε πως δεν άρμοζε στην ηλικία μου, και προσπαθούσα να την κάνω ν’ αναθεωρήσει, αναφέροντάς της ένα ένα τα παιδιά, που θεωρούσα πως είχαν περισσότερη ελευθερία από τους γονείς τους και τονίζοντάς της με στόμφο πως, οι Γερμανοί είχαν προ πολλού αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Όσο, όμως, και αν προσπαθούσα να την μπερδέψω δεν το κατάφερνα και όσο αποτύγχανα, τόσο εκνευριζόμουν και αντιδρούσα, πολλές φορές, αντιμιλώντας της, με αποτέλεσμα να αρπάζω περισσότερες ξυλιές απ’ όσες δικαιούμουν. Σήμερα καταλαβαίνω τι τραβούσε αυτή η έρμη μάνα από ένα πλάσμα, αντιδραστικό σαν και μένα, που τα ήθελε όλα δικά του. Ένα παιδί που, μέσα στον κλοιό των «Μη!», είχε την ευχέρεια να παρατηρεί και να χρησιμοποιεί το μυαλό του για να σκέπτεται και να καταστρώνει τρόπους διαφυγής από τη στενωπό των απαγορεύσεων. Έναν έφηβο, που μεγάλωνε μέσα στην πολύχρωμη εποχή της «γενιάς των λουλουδιών» και έβλεπε μπροστά του να ξανοίγονται οι ουρανοί μιας ξενόφερτης ελευθερίας, χωρίς να μπορεί να διανοηθεί το κόστος που, στο μέλλον, θα απαιτούσε η κατάκτηση αυτού του διαφορετικού τρόπου ζωής. «Make love not war» διαλαλούσαν, τότε, τα συνθήματα των σειρήνων, όμως, σε μένα δεν επιτρεπόταν, όχι μόνο, να τα ξεστομίσω, αλλά, ούτε καν να τα σκεφτώ.

Δεν αποδεχόμουν στωικά όλες τις απαγορεύσεις. Αντιδρούσα σθεναρά και υποστήριζα τις απόψεις μου καταστρώνοντας στρατηγικές μαχών, που άλλοτε με οδηγούσαν σε επιτυχή έκβαση και άλλοτε στην απελπισία. Κι αυτό γιατί κάποιες φορές η μάνα μου χαλάρωνε για λίγο το σχοινί, χαρίζοντάς μου κάποια περιθώρια ελιγμών και κάποιες άλλες, νιώθοντας ενοχές «για τις ευαισθησίες της που θα με οδηγούσαν στην καταστροφή», το κρατούσε συνεχώς τεντωμένο, καθώς, έτσι συνηθιζόταν, σαν τρόπος διαπαιδαγώγησης της εποχής μου και της τάξης μου.

Όμως, ακόμα και σε εκείνη τη δύσκολη εποχή υπήρχαν κάποια παιδιά, που η ζωή τους, στα μάτια μου, φάνταζε μαγική. Ζούσαν ένα παραμύθι, που μέσα του κάθε ευχή τους γινόταν πραγματικότητα. Οι γονείς τους εκδήλωναν φανερά την ιδιαίτερη αδυναμία που τους είχαν, παρέχοντάς τους όλα, όσα εμείς, μόνο, ονειρευόμασταν. Ακόμα και οι δάσκαλοι τα φώναζαν με τα υποκοριστικά των ονομάτων τους. Η Σούλα, η Τούλα, η Βούλα, η Γιούλα, ο Σούλης, ο Κούλης, ο Σταματούλης και πάει λέγοντας, να μην παραβλέψω και το Γιαννάκη, τον Κωστάκη και το Δημητράκη, πήγαιναν όπου ήθελαν, φόραγαν ότι τους άρεσε, διάβαζαν ότι προτιμούσαν και, γενικά, μετέφεραν προς εμάς, που περνούσαμε τον παθών μας τον τάραχο για μια βόλτα στην πλατεία, το κύμα ελευθερίας που επικρατούσε στην οικογένειά τους. Αυτό το κύμα που, όταν με περιέλουζε, περνούσε από το στόμα μου, που έχασκε από την ονειροπόληση, χωνόταν μέσα μου με την κάθε μου ανάσα και, δροσίζοντας τη ζήλεια που έβραζε στα σωθικά μου, μου δημιουργούσε μια αύρα επαναστατικής διάθεσης. Κι όσο τα χρόνια περνούσαν, η φλόγα μου να μοιάσω σ’ αυτά τα παιδιά μεγάλωνε και γινόταν πυρκαγιά, ενάντια στην μάνα μου και στο πως την είχαν μεγαλώσει, την μακρινή προπολεμική εποχή.

Μετά ήρθε εκείνος ο μαθηματικός, «δάσκαλο» τον αποκαλούσαμε, που κατάφερε και πέρασε μέσα μου -και σε κάποιους ακόμα μαθητές, που μπορούσαν να καταλάβουν- μια νέα άποψη της κατάστασης και τον τρόπο μιας εντελώς διαφορετικής αναζήτησης των πραγμάτων, απ ότι επικρατούσε μέχρι τότε στο μικρό κοινωνικό μας περιβάλλον. Μας έμαθε να διαβάζουμε και άλλα βιβλία εκτός από αυτά που μας επέβαλαν, να αναζητάμε διαφορετικά μουσικά ακούσματα, που τα ονόματα των συνθετών τους δεν επιτρεπόταν ν αναφερθούν και, γενικά, με τη διαφορετική σκέψη, μας καθοδήγησε πως να ψάχνουμε ανάμεσα στα «απαγορευμένα» της εποχής, μια άλλη διάσταση και την πραγματικότητα που μας έκρυβαν, άλλοι από επιλογή και κάποιοι από φόβο.

Όπως και να είχαν τα πράγματα τότε, πέρασα όμορφα παιδικά χρόνια, με τις αναστολές και τις αυτοκριτικές μου, αλλά, και με τις χαρές και τις ικανοποιήσεις μου. Και απ’  ό,τι μπορώ να εκτιμήσω τώρα, κάνοντας τον απολογισμό μου, δεν μου έλειψε τίποτε, παραπάνω απ’  ό,τι έλειψε στα άλλα παιδιά. Και το κυριότερο, έμαθα να εκτιμώ τα πράγματα που είχα στερηθεί για πολύ καιρό και είχα αποκτήσει με πολύ κόπο.

Σιγά σιγά πέρασαν τα χρόνια και η γενιά μου μεγάλωσε, αγωνίστηκε και με τα εφόδια που απόκτησε, πέτυχε το σκοπό της και διέπρεψε. Κατάφερε να διατηρεί με μεγάλο αγώνα, αλλά επιτυχώς, εργασία και οικογένεια και να προσφέρει στα παιδιά της όσα εκείνη στερήθηκε. Όμως, επειδή το παιδί μέσα μας χάνεται με το θάνατό μας και, όπως λέει και ο λαός μας, «πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι», για να προσεγγίσουμε περισσότερο τις οικογένειες των ονείρων μας δώσαμε στα βλαστάρια μας ονόματα πιο εκλεπτυσμένα και ξενικά. Έτσι, η Γιάννα, από το Ιωάννα, έγινε Τζοάννα, η Τζωρτζίνα, από το Γεωργία, έγινε Τζίνα και η Λία, από το Ιουλία, Τζούλια. Να μην παραλείψω πόσοι Μήτσοι έγιναν Τζίμηδες και πόσοι Γιάννηδες Τζώνιδες, ξεπερνώντας ακόμα και τους Σούληδες και τους Κούληδες.

Όλους αυτούς τους Τζίμηδες και τους Τζώνιδες εμείς τους γεννήσαμε και παλέψαμε να τους μετατρέψουμε σε άνδρες σκληρούς και δυνατούς. Και όλες τις Τζίνες και τις Τζούλιες εμείς τις στείλαμε στα καλλιστεία για την προβολή, την επιτυχία και το εύκολο κέρδος. Για να μην περάσουν τις δικές μας στερήσεις, για μια καλύτερη και πιο εύκολη ζωή και, ίσως, για να εκπληρώσουν και κάποια όνειρά μας, που καταπιέστηκαν μπροστά στον αγώνα, αρχικά, για την επιβίωση και μετά για την καταξίωση και το οικονομικό κέρδος. Τόσα χρόνια δεν εκπληρώναμε την κάθε επιθυμία τους, νιώθοντας ενοχές για την απληστία της καλοπέρασης που μας ανάγκαζε να γυρίζουμε στο σπίτι αργά το βράδυ; Τώρα γιατί δυσανασχετούμε; Εμείς δεν μάθαμε στα παιδιά μας να εκμεταλλεύονται, με οποιοδήποτε κόστος, τις ευκαιρίες που τους δίνονται; Εμείς δεν τα οδηγήσαμε στις ανενδοίαστα εύκολες αποφάσεις; Γιατί δεν προνοήσαμε πως θα μπορούσε να υπάρξει περίπτωση -έστω και μία στο εκατομμύριο- κάποιοι Τζώνιδες να εκμεταλλευτούν τις Τζούλιές μας; Και δεν θα πρέπει, κάποιοι από εμάς, να αισθάνονται ανακούφιση, που έχουν μεγαλώσει Τζώνιδες και όχι Τζούλιες. Γιατί, δεν είναι λίγοι οι Τζώνιδες, που έχουν οδηγηθεί στην καταστροφή από αντίστοιχες Τζούλιες. Και μην αναρωτηθείτε ποιος έφταιξε για όλα αυτά. Απλά βάλτε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας σας και ελάτε να κοιταχτούμε όλοι στον καθρέφτη του μπάνιου. Και αν βρείτε κάποια καλή δικαιολογία πέστε την και σε μένα, την ψάχνω χρόνια.

Ο Εκβαθέων Αναρωτηθείς

Advertisement

About allesta

ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩ ΕΤΕ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: