Μια υφολογικά αρραγής και καλοκουρδισμένη παράσταση συνόλου
Η θεατρική ομάδα της ΟΤΟΕ παρουσιάζει φέτος το έργο του Έντεν φον Χόρβατ «Πίστη, ελπίδα, αγάπη» παράλληλα με το μονόπρακτο-μονόλογο του Μπρεχτ «Η Εβραία» σε σκηνοθεσία Σταύρου Ζαλμά. Για την ακρίβεια «συνθέτει» τα δυο έργα, που διαθέτουν θεματική συγγένεια –πραγματεύονται τις ολέθριες συνέπειες της αυταρχικής εξουσίας – και πειθαρχούν σε συγγενείς σκηνικούς κώδικες (οι συγγραφείς τους προτείνουν, για το ανέβασμά τους, παρόμοια σκηνοθετική και ερμηνευτική γραμμή).
Η συνύπαρξη των έργων και η εναλλαγή των αποσπασμάτων τους υπογραμμίζει τη συγκλονιστική αποσπασματικότητα των γεγονότων που αποκαλύπτουν. «Θραύσματα» του μονόλογου της «Εβραίας» ακούγονται ανάμεσα στους διαλόγους του έργου του Χόρβατ. Το εγχείρημα, ευρηματικό, παρακινεί το κοινό να συμμετάσχει στην ανίχνευση των συσχετισμών ανάμεσα στην εξόντωση μιας νεαρής, άριας μεν αλλά χαμηλής ταξικής προέλευσης νεαρής κοπέλας και το διωγμό μιας ευυπόληπτης, εύπορης κυρίας, ένα διωγμό με μοναδική αιτία την εβραϊκή καταγωγή της.
Ο σκηνοθέτης διέθεσε στην Αμερινή Γεωργοπούλου, η οποία υποδύεται την Εβραία, λίγα τετραγωνικά στο πλάι της σκηνής, δηλώνοντας τη συμπίεση και την περιθωριοποίηση του προσωπικού ζωτικού της χώρου. Το τηλέφωνο, μπροστά της – μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας – υποκαθιστά την αμεσότητα της αδύνατης, πια, έμψυχης, προσωπικής επαφής. Τηλεφωνεί σε γνωστούς της για να ανακοινώσει την αναχώρησή της και για να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες του νοικοκυριού του συζύγου της, τον οποίο αναγκάζεται να εγκαταλείψει. Επίσης, μονολογεί. Λέει όσα θα ήθελε να πει στο σύζυγό της για να του εξηγήσει ότι δε φεύγει με τη θέλησή της, ότι τον αφήνει όχι τόσο για να σωθεί η ίδια, όσο για να προφυλάξει εκείνον. Στον πυκνό, συνταρακτικό μονόλογό της, την τρυφερότητα, την ελπίδα και το δυναμισμό, διαδέχεται η απογοήτευση και η ατολμία. Πρόκειται για μια σπαρακτική κατάθεση ψυχής, που έρχεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με τη συζήτησή της με τον άντρα της – πάντα απ’ το τηλέφωνο – στο τέλος του μονόπρακτου. Είναι μια συνομιλία σύντομη, αινιγματική, στεγνή και συγκρατημένη, γεμάτη υπονοούμενα…
Τη συνάδελφο Γεωργοπούλου απολαύσαμε πέρυσι σαν χυμώδη Φιλουμένα Μαρτουράνο στην ομώνυμη παράσταση. Φέτος επιβεβαιώνει τις υποκριτικές της ικανότητες. Αντεπεξέρχεται με απόλυτη επιτυχία σ’ ένα ρόλο που απαιτεί διαφορετικές δεξιότητες. Υιοθετεί τη μπρεχτική αρχή για παίξιμο «επικό»: αποφεύγει την ταύτισή της με το δραματικό πρόσωπο. Είναι «ηθοποιός που ερμηνεύει και ρόλος που ερμηνεύεται». Παρ’ ότι το κείμενο παγιδεύει σε παίξιμο εξωστρεφές, εκείνη παρακάμπτει το σκόπελο του λυρισμού. Δημιουργεί υπερένταση με χαμηλούς τόνους, χωρίς ίχνος ρητορικότητας, για να την αποφορτίσει στη συνέχεια. Εργάζεται πάνω στη λεπτομέρεια, στο ελάχιστο. Κάποιες στιγμές εκδηλώνει ακόμα και πάθος, για να το ανατρέψει αμέσως μετά. Η φωνή της, ταραγμένη, παλλόμενη, όταν φτάνει σε κορύφωση μετατρέπεται σε όργανο μιας σχεδόν ουδέτερης απαγγελίας, αιφνιδιάζοντας το θεατή. Η εναλλαγή αυτή εικονογραφείται από ανεπαίσθητες, πλαστικές χειρονομίες∙ μια αδιόρατη στροφή του σώματος, μια ελαφρά κίνηση του κεφαλιού. Παίζει, αφηγείται και σχολιάζει ταυτόχρονα. Αντί να ενσαρκώνει το πρόσωπο που υποδύεται, απλά το παρουσιάζει. Κατορθώνει το επιδιωκόμενο: o θεατής, μέσα από μια διεργασία πνευματική, επικεντρώνει, με κριτική ματιά, την παρατήρησή του όχι στα πάθη της Εβραίας αλλά στα κοινωνικά και πολιτικά αίτια που προκάλεσαν τα πάθη αυτά.
Ο μονόλογος του Μπρεχτ «Η Εβραία» είναι ένα από τα έξη μονόπρακτα που αποτελούν την ενότητα με τίτλο «Άνοδος και πτώση του Τρίτου Ράιχ» η οποία παίχτηκε για πρώτη φορά το 1938.
Ο Μπρεχτ και ο Χόρβατ, και οι δυο γερμανόφωνοι, έχουν κοινές καταβολές, συγκεκριμένα το βιενέζικο Volksstück (ένα λαϊκό θέατρο με ρίζες στο 18ο αιώνα, που μιλά για το λαό – συνήθως σε διάλεκτο – μέσα από σκηνές της καθημερινής ζωής του). Σ΄ αυτό το θεατρικό είδος, το οποίο αναβάθμισαν δίνοντας στη θεματολογία του οικουμενικές προεκτάσεις, τόσο ο Μπρεχτ όσο και ο Χόρβατ πρόσθεσαν στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης ο μεν Μπρεχτ τονίζοντας την αναγκαιότητα για σοσιαλιστικό πολιτικό προσανατολισμό, ο δε Χόρβατ υποστηρίζοντας αντιφασιστικές και χριστιανικές, ανθρωπιστικές αρχές. Και οι δυο στηλίτευσαν τις αδυναμίες της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αντιστάθηκαν στο ναζισμό και αναγκάστηκαν να εκπατριστούν για να αποφύγουν τις ναζιστικές διώξεις.
Η ζωή και το έργο του γερμανού ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Μπέρτολντ Μπρεχτ(1898-1956) είναι γνωστή. Προερχόμενος από μια μέση προτεσταντική και καθολική οικογένεια άσκησε από νωρίς κριτική στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα με τα δημοσιογραφικά του κείμενα, την ποίησή του και τα θεατρικά του έργα. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη ναζιστική Γερμανία. Περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και κατέληξε, το 1941 στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου έμεινε μέχρι το 1945. Τα τελευταία χρόνια του έζησε στην Ανατολική Γερμανία. Επηρέασε όσο λίγοι το παγκόσμιο θέατρο τόσο με τα έργα του, όσο και με τα θεωρητικά του κείμενα.
Ο θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος Έντεν φον Χόρβατ, γεννήθηκε το 1901 στην πόλη Φιούμε της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας η οποία σήμερα, με το όνομα Ρίζεσκα, ανήκει στην Κροατία. Η καθολική, αριστοκρατική οικογένειά του καταγόταν από τη Σλαβονία και την Τσεχία. Όπως ο ίδιος λέει «γεννήθηκα στο Φιούμε, μεγάλωσα στο Βελιγράδι, στη Βουδαπέστη, στην Μπρατισλάβα, τη Βιένη και το Μόναχο, έχω ουγγρικό διαβατήριο, αλλά δεν έχω πατρίδα. Είμαι μια τυπική περίπτωση πολίτη της Αυστροουγγαρίας: ταυτόχρονα Μαγυάρος, Κροατός, Γερμανός και Τσέχος. Η χώρα μου είναι η Ουγγαρία και η γλώσσα μου τα γερμανικά».
Απαλλαγμένος από εθνικιστικές εμμονές, ο Χόρβατ καυτηρίασε στα έργα του την πατριδοκαπηλία. Άσκησε έγκαιρα κριτική στο φαινόμενο του ναζισμού και ανέδειξε τις κοινωνικές συγκυρίες που ευνόησαν την επικράτησή του. Παρά το ότι ήταν ήδη καταξιωμένος συγγραφέας (του είχε απονεμηθεί το σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο Kleist για το θεατρικό του έργο «Ιστορίες του βιενέζικου δάσους»), τα βιβλία του ήταν ανάμεσα σ’ εκείνα που κάηκαν από τους ναζί το 1933. Αναγκάστηκε να φύγει από τη Γερμανία∙ εγκαταστάθηκε αρχικά στη Βιένη και, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία, στο Παρίσι όπου και πέθανε, το 1938, μετά από ένα ατύχημα.
Το θεατρικό του έργο «Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βιένη το 1936 (το ανέβασμά του στο Βερολίνο, το 1933, ακυρώθηκε μετά από πιέσεις της ναζιστικής γερμανικής κυβέρνησης) και αποτελεί καταγγελία της κατάπτωσης που φέρνει η οικονομική εξαθλίωση. Η βία των ασφυκτικών κοινωνικών δομών εκπροσωπείται από αξιωματούχους της κρατικής εξουσίας (όπως ο Βαρόνος, ο παρασκευαστής, οι αστυνομικοί, ο δικαστής), αλλά και από εκείνους που πλουτίζουν χάρη στην οικονομική κατάρρευση των ασθενέστερων, όπως η επιτυχημένη επιχειρηματίας κυρία Πραντλ και η ενήμερη για τα κακώς κείμενα αλλά αδιάφορη κυρία δικαστού. Όλοι αυτοί, θύτες αλλά και θύματα ταυτόχρονα – εφόσον ζουν μια μονοδιάστατη, συναισθηματικά στερημένη ζωή – πλαισιώνονται από τους απόκληρους που, εγκλωβισμένοι στη θλιβερή τους καθημερινότητα περιμένουν το μοιραίο άλλοτε με απάθεια, άλλοτε με οργή, χωρίς διάθεση για ουσιαστική αντίσταση, για ανατροπή.
Τα μυθιστορήματα του Χόρβατ μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Τα θεατρικά του έργα όμως σπάνια παίζονται μπροστά σε μη γερμανόφωνο κοινό. Αιτία είναι η δυσκολία της μετάφρασης του θεατρικού του λόγου. Ο συγγραφέας, με σκοπό να εμφανίσει την κατάπτωση, την αποδόμηση της κοινωνίας, αποδομεί με καυστική σάτιρα τη γλώσσα και συγκεκριμένα τη γλώσσα των ανθρώπων της μικρομεσαίας τάξης που συνήθως αποτελούν τους ήρωες των έργων του. Ο μεταφραστής, για να αντιμετωπίσει αυτή τη δυσκολία και να είναι συνεπής στο πνεύμα του συγγραφέα, δε θα έπρεπε να μείνει συνεπής στη μετάφραση∙ θα ήταν σκόπιμο, δηλαδή, να μεταφέρει με κάποια ελευθερία – και τις απαραίτητες προσαρμογές – το θεατρικό κείμενο στα ελληνικά ούτως ώστε και ο λόγος να ρέει και να γίνονται κατανοητά τα μεγέθη των χαρακτήρων-συμβόλων. Για παράδειγμα, θα μπορούσε ο «παρασκευαστής» να είναι «ιατροδικαστής» και να υπάρχει μια διευκρίνιση σε σχέση με τα διάφορα είδη επιθεωρητών που αναφέρονται (π.χ. γιατί ο ασφαλιστικός επιθεωρητής είναι λιγότερο σημαντικός από τον τελωνειακό επιθεωρητή;).
Ο σκηνοθέτης έκανε ό,τι μπορούσε για να ζωντανέψει ένα δυσκίνητο κείμενο. Πιστός στην άποψη του συγγραφέα για παίξιμο στυλιζαρισμένο, απαλλαγμένο τόσο από νατουραλιστική όσο και από ρεαλιστική έκφραση, πέτυχε την «αποστασιοποίηση» του κοινού από τους ήρωες του έργου. Οι ηθοποιοί δημιούργησαν ρόλους-καρικατούρες. Έπεισαν ότι δεν είναι μεμονωμένοι πολίτες, με τη δική του ο καθένας προσωπικότητα και ατομική ιστορία. Συντόνισαν τις κινήσεις τους, ακόμα και τις φωνητικές τους χορδές έτσι ώστε να μη λειτουργούν σαν ξεχωριστές μονάδες· εμφανίζονται σαν εξαρτήματα ενός καλοκουρδισμένου συνόλου. Έγιναν «υπάλληλοι», «αστυνομικοί», «φτωχοί της πρόνοιας». Μετέφεραν με κωδικοποιημένη επιτήδευση στο κοινό την απάνθρωπη κατάσταση κι όχι τις ατομικές τους, θλιβερές ιστορίες. Ενσάρκωσαν τα δεινά της οικονομικής κρίσης∙ την ακαμψία των δημόσιων λειτουργών, την τυραννία των αριστοκρατών, το στρουθοκαμηλισμό των «πετυχημένων» επιχειρηματιών, τη δουλοπρέπεια όσων καταφέρνουν να έχουν δουλειά κάτω από συνθήκες αποσύνθεσης (στην κυριολεξία «αποσύνθεσης», αφού δουλεύουν σε νεκροτομείο), τη φτώχεια και τη δυστυχία των κατατρεγμένων. Απέδωσαν την ουσία της παράστασης: οι συμπεριφορές των ανθρώπων είναι απόρροια – και προβολή ταυτόχρονα – των στρεβλώσεων της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν.
Σ΄ αυτή την αποσαθρωμένη κοινωνία ζει και το κεντρικό πρόσωπο του έργου, η Ελισάβετ, μια φτωχή κοπέλα από το Μόναχο που μάταια προσπαθεί να βρει δουλειά. Καταλήγει, απελπισμένη, να προ-πωλήσει το πτώμα της στο νεκροτομείο, προκειμένου να εισπράξει το ευτελές αντίτιμο που θα της επιτρέψει να επιβιώσει για λίγες ακόμα μέρες. Όταν ο αστυνομικός με τον οποίο είναι ερωτευμένη – κι ο οποίος τη συντηρεί – την εγκαταλείπει, προσπαθεί να δώσει τέλος στη ζωή της. Στην τελευταία σκηνή πεθαίνει από εξάντληση μέσα σ’ ένα αστυνομικό τμήμα.
Η Δήμητρα Μπακόλα, στο ρόλο της Ελισάβετ, ακολούθησε με συνέπεια τη σκηνοθετική γραμμή. Εξέθεσε στο κοινό την τραγική ιστορία της απαλλαγμένη από συγκινησιακή φόρτιση και εξάρσεις. Ενσωματώθηκε στις υπόλοιπες συνιστώσες της παράστασης χωρίς πρωταγωνιστικό ανταγωνισμό· έγινε ένα ακόμη θήραμα των ανάλγητων εξουσιαστών, μια ακόμα ψηφίδα στο ψηφιδωτό του διεφθαρμένου κλίματος που καταγγέλλουν τα δυο έργα.
Ο Σταύρος Ζαλμάς έστησε μια υφολογικά αρραγή παράσταση συνόλου. Ανέδειξε τις αρετές ενός απλού, σχεδόν σχηματικού έργου. Το εμπλούτισε προσθέτοντας τμηματικά το μεστό μονόλογο της «Εβραίας» χωρίς να δώσει την παραμικρή αίσθηση τεμαχισμού για κάποιο από τα δυο έργα. Απέφυγε τον πλεονασμό της αναγωγής τους στο παρόν∙ τοποθετώντας τη δράση τους στην εποχή που γράφτηκαν, δηλαδή στο μεσοπόλεμο, τόνισε τη διαχρονικότητα της τόσο οικείας σήμερα παρακμιακής τους ατμόσφαιρας. Οδήγησε τους ηθοποιούς στην επιθυμητή από τους συγγραφείς εκφορά του θεατρικού λόγου. Ξεγύμνωσε την υποκρισία, τη νοσηρότητα και τη σήψη της αστικής ηθικής. Συνέθεσε ένα αμοραλιστικό περιβάλλον όπου το κοινό ασφυκτιά και αναζητά απαντήσεις σε αμείλικτα ερωτήματα μέσα από λογική και όχι συναισθηματική διεργασία. Παρέδωσε στην κριτική του θεατή μια πραγματικότητα όμοια με εκείνη που υπάρχει έξω από την πόρτα του θεάτρου, προκαλώντας τον να παρέμβει, να την αλλάξει. Δημιούργησε ένα θέαμα λαϊκό, που προβληματίζει χωρίς να καθοδηγεί.
Το απέριττο σκηνικό του Σταύρου Ζαλμά σκιαγράφησε παραστατικά το μαυρόασπρο κλίμα σύγχυσης, φόβου και καταστροφής. Τα κοστούμια των Σταύρου Ζαλμά- Άννας Κουράκου σχολίασαν εύστοχα την ιδιότητα καθενός από τους ήρωες και σηματοδότησαν εύγλωττα την κοινωνική τους τάξη. Οι ψυχροί φωτισμοί του Παναγιώτη Μανούση και η μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου συνέβαλαν στην αισθητική αρτιότητα της παράστασης.
Βιβή Τουρόγιαννη
14.5.2012
Εξαίρετη παράσταση.Λειτούργησε απόλυτα το σκηνοθετικό εύρημα της ταυτόχρονης παρουσίασης των δύο μονόπρακτων, όπως αναφέρει και η συνάδελφος στην εμπεριστατωμένη κριτική παρουσίασή της.Μία παρατήρηση μόνο: ενοχλήθηκα σε ορισμένα σημεία από υψηλά φωνητικά ξεσπάσματα που ίσως θα έπρεπε να έχουν αποδοθεί σε πιο χαμηλούς τόνους.