γράφει ο Λευτέρης Μονοκρούσος
«Ιούλιος Καίσαρ» του Σαίξπηρ
Μέρος Α΄: το έργο
Ένα από τα όχι τόσο προβεβλημένα έργα του μεγάλου βάρδου είναι το δράμα «Ιούλιος Καίσαρ», γραμμένο γύρω στα 1600. Αναφέρεται στη δολοφονία του στις «Ειδούς του Μαρτίου» το 44 π.χ. και τα γεγονότα που ακολούθησαν. Πηγή έχει τη βιογραφία του Καίσαρα από τον Πλούταρχο και θεωρείται το πρώτο ώριμο έργο του ποιητή. Εδώ αναδεικνύεται η μεγαλοφυΐα του Σαίξπηρ. Χωρίς να ξεφεύγει από τα ιστορικά δεδομένα, μεταπλάθει την ξερή ιστορία και τη μετατρέπει σ’ ένα γοητευτικό και βαθυστόχαστο θεατρικό έργο. Για να δικαιώσει και το μεγάλο Αριστοτέλη που στην Ποιητική του γράφει: «Διά και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησης ιστορίας εστιν· η μεν γαρ ποίησης μάλλον το καθόλου, η ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει».
Εδώ συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι σε αντίληψη και πρακτική. Από τη μια ο Καίσαρας, η μεγαλοφυής αλλά και εν δυνάμει δικτάτορας, με μεγάλες αδυναμίες προσωπικές (αυταρχικός, προληπτικός, αλαζόνας):
– Σου λέω μάλλον τι φόβοι υπάρχουν, όχι τι φοβάμαι εγώ. Εγώ μια φορά είμαι ο Καίσαρας.
Μπορεί να συγκινιόμουν, αν εγώ ήμουν σαν κι εσάς… μα εγώ είμαι σταθερός σαν το άστρο του βορρά, που η αμετάθετη και στέρεη ιδιότητά του δεν έχει στο στερέωμα το ταίρι της.
Και από την άλλη ο Βρούτος (που είναι και το σημαντικότερο πρόσωπο του έργου), ευγενής, που εμφορείται από τις ρωμαϊκές παραδοσιακές δημοκρατικές ιδέες, με αρχές και αξίες για τη ζωή, τους φίλους, την πατρίδα:
– Αν είναι κάτι για γενικό καλό, βάλε μου στο ‘να μάτι τιμή και στ’ άλλο θάνατο και θα ιδώ και τα δυο το ίδιο αδιάφορα· γιατί έτσι απ’ τους θεούς να ιδώ τόσο καλό όσο πιότερο αγαπώ τ’ όνομα της τιμής παρά φοβάμαι θάνατο. Όπως σκότωσα τον καλύτερο φίλο μου για το καλό της Ρώμης, κρατάω το ίδιο μαχαίρι για τον εαυτό μου, όταν ευαρεστηθεί η πατρίδα μου να χρειαστεί τον θάνατό μου.
Γι’ αυτό και χαίρει της εκτίμησης όλων, εχθρών και φίλων.
Λιγάριος:
– Περπάτα εμπρός και με καρδιά σ’ ακολουθώ αναμμένη, να κάνω αυτό που δεν το ξέρω· μα μου φτάνει πως μ’ οδηγάει ο Βρούτος.
Αλλά και τα πρόσωπα που τους περιστοιχίζουν δίνονται με σαφήνεια και πληρότητα. Έτσι έχουμε π.χ. το Μάρκο Αντώνιο, άνθρωπο κυνικό, καιροσκόπο που δε διστάζει προ ουδενός:
– Τώρα ας δουλέψει: κακουργία είσαι στο πόδι, τράβα όποιον δρόμο θέλεις.
Για τον συνεργό του Λέπιδο λέει:
– Κι αφού μας πάει τον θησαυρό μας όπου θέλουμε, τότε τον ξεφορτώνουμε, και τον κάνουμε πέρα.
Για τον Κάσσιο, γυναικάδελφο και συναγωνιστή του Βρούτου, άνθρωπο που εμφορείται από αξιοπρέπεια και προσωπικές αξίες:
– Οι άνθρωποι κάποτε είναι κύριοι στις μοίρες τους. Το λάθος, Βρούτε μου ακριβέ, που είμαστε υπό δεν είναι στ’ άστρα μας, παρά σε μας τους ίδιους.
Και αναφερόμενος στους οιωνούς:
– Μόνο εν μέρει τα πιστεύω, γιατί είμαι ζωηρός στο πνεύμα και αποφασισμένος ν’ αντικρούσω με σταθερότητα όλους τους κινδύνους.
Και βέβαια ο λαός. Ο πάντοτε ασταθής. Εύκολα ενθουσιάζεται και χειραγωγείται. Τη μια στιγμή ανεβάζει κάποιον στα ουράνια και σε λίγο τον ίδιο τον κατεβάζει στα τάρταρα.
Πολίτες: Ζήτω ο Βρούτος. Ζήτω, ζήτω!
Α΄ πολίτης: Να τον πάμε με θρίαμβο στο σπίτι του.
Β΄ πολίτης: Να του κάνουμε άγαλμα, μαζί με τους προγόνους του.
Γ΄ πολίτης: Να τον κάνουμε Καίσαρα.
Και λίγο αργότερα, οι ίδιοι πολίτες:
Α΄ πολίτης: Θα κάψουμε το σπίτι του Βρούτου.
Γ΄ πολίτης: Ε, τότ’ εμπρός. Πάμε να βρούμε τους συνωμότες.
Πολίτες: Γδικιωμό. Απάνω τους. Κυνηγάτε τους. Καύτε τους. Φωτιά. Σφάχτε τους. Μη μείνει προδότης ζωντανός.
Είναι ένα καθαρά πολιτικό έργο, χωρίς όμως μεγαλοστομίες και διδακτισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι γράφεται σε εποχή που η Αγγλία ζει την αναγέννησή της. Οι καιροί που ζει ο Σαίξπηρ είναι αυτοί που παραμερίζουν τις παλιές εποχές του σκοταδιού και της προκατάληψης ενώ εμφανίζονται – με βίαιο τρόπο – οι νέες ιδέες που κτίζουν το μεγαλείο και συμβάλλουν στην εξάπλωση της χώρας. Είναι έργο δομημένο με αρμονία και μαεστρία. Με διαλόγους διαμάντια και φράσεις που μένουν χαραγμένες στη μνήμη του αναγνώστη.
Κάσσιος: Αν ξέρω τούτο εγώ, ας το ξέρουν κι όλοι οι άνθρωποι, πως όσο μέρος τυραννίας εγώ ’μαι φορτωμένος μπορώ όταν θέλω να τ’ αποτινάξω
Κάσκας: Το ίδιο κ’ εγώ· το ίδιο ο κάθε σκλάβος έχει στο χέρι του τη δύναμη να λύσει τα δεσμά του.
Αλλά και ο αποχαιρετισμός των δύο συμπολεμιστών (Βρούτου-Κάσσιου), λίγο πριν από την αποφασιστική μάχη στους Φιλίππους της Μακεδονίας είναι ένας από τους πιο μεστούς και λιτούς διαλόγους της λογοτεχνίας.
Βρούτος: Έχε γεια, Κάσσιε, για πάντα και για πάντα. Αν ξανανταμωθούμε, τότε θα χαμογελάμε. Αν όχι, τότε ο αποχαιρετισμός μας καλά έγινε.
Κάσσιος: Για πάντα και για πάντα, χαίρε Βρούτε. Πράγματι αν ξανανταμωθούμε θα χαμογελάμε. Αν όχι, αλήθεια τούτος ο αποχωρισμός μας καλά έγινε.
Ένα άλλο σημείο του έργου, που δείχνει την εξαιρετική μαεστρία του μεγάλου ποιητή αλλά και αποτελεί μνημείο δικανικού λόγου (που θα ’πρεπε να διδάσκεται για τη ρητορική τέχνη) είναι ο λόγος του καιροσκόπου Αντώνιου στην κηδεία του Καίσαρα.
Διαβάστε αυτό το έργο, ύμνο στην προσωπικότητα του Βρούτου, τόσο συκοφαντημένου στις μετέπειτα εποχές. Θυμίζω ότι ο Δάντης στη μεγαλόπνοη «Θεία Κωμωδία», το Βρούτο τον τοποθετεί στη κατώτερη βαθμίδα της κόλασης, στην ένατη. Μέσα από την εξύμνηση του ευγενούς και τίμιου Βρούτου έχουμε ένα μεγάλο έπαινο στις νέες αξίες, ιδέες και απόψεις και την μοναδικότητα του ατόμου. Βεβαίως για το έργο έχουν γραφτεί άπειρα εμπνευσμένα κείμενα, έχουν γίνει πάμπολλες αναφορές και αναλύσεις και σίγουρα θα ακολουθήσουν κι άλλες. Τελειώνοντας την αναφορά μας στο έργο του Σαίξπηρ θα θέλαμε να παραθέσουμε τον Έπαινο του Μάρκου Αντώνιου στον αντίπαλο Βρούτο, έναν από τους ωραιότερους που έχουν γραφτεί στην παγκόσμια λογοτεχνία.
– Τούτος ήταν ο πιο ευγενής Ρωμαίος απ’ όλους. Οι συνωμότες όλοι, εγώ από τούτον μόνο, έκαμαν ότι έκαμαν απ’ τον φθόνο για τον μεγάλο Καίσαρα. Μόνον αυτός, από μια τίμια γενική ιδέα και για το κοινό καλό για όλους, έγιν’ ένας από αυτούς. Η ζωή του ήταν υπέροχη και τα στοιχεία έτσι ταιριασμένα μέσα του που θα μπορούσε η Φύση να σηκωθεί να ειπεί στον κόσμο: «τούτος ήταν στ’ αλήθεια άνδρας».
(Τα αποσπάσματα του έργου είναι από τη μετάφραση των Βασίλη Ρώτα και Βούλας Δαμανάκου, εκδ. Ίκαρος).
«Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει»
Μέρος Β΄: η ταινία
Στη φετινή κινηματογραφική χρονιά οι αδελφοί Ταβιάνι κάνουν τη μεγάλη έκπληξη, προσφέροντάς μας το εκπληκτικό φιλμ «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει», που δίκαια απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Οι σκηνοθέτες αν και έχουν ήδη διαβεί τα ογδόντα (ο Πάολο είναι 83 και ο Βιτόριο 81) κάνουν ένα φιλμ που θα ζήλευαν πολύ νεότεροι. Κατ’ αρχάς είχαν μια «τρελή» ιδέα. Να γυρίσουν μια ταινία μέσα σε μια φυλακή με ηθοποιούς τους φυλακισμένους (μαφιόζους, διακινητές ναρκωτικών και άλλα «καθώς πρέπει» πρόσωπα). Διάλεξαν τις φυλακές υψίστης ασφαλείας Ρεμπίμπια, έξω από τη Ρώμη.
Δύο επισημάνσεις χρειάζονται εδώ. Στο ιταλικό σωφρονιστικό σύστημα εφαρμόζεται σε μεγάλο βαθμό η άποψη που πρωτοειπώθηκε από το μεγάλο σοφιστή Πρωταγόρα (4ος π.Χ. αιώνας) ότι η τιμωρία (φυλάκιση) πρέπει να έχει σωφρονιστικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό. Έτσι σε πολλές φυλακές οι κρατούμενοι στρέφονται σε δημιουργικές ασχολίες που θα τους χρησιμεύσουν όχι μόνο στη διάρκεια της κράτησής τους αλλά και όταν αποφυλακιστούν. Η δεύτερη επισήμανση έχει να κάνει με το γεγονός ότι, ειδικά την εποχή της ακμής του ιταλικού νεορεαλισμού, έχουν γυριστεί πολλά φιλμ με απλούς ανθρώπους και όχι με επαγγελματίες ηθοποιούς. Να θυμίσουμε τα «Η γη τρέμει», «Η μάχη της Αλγερίας», «Τζουλιάνο ο αρχιληστής» κ.ά.
Έτσι κι εδώ οι φυλακισμένοι ερμηνεύουν το έργο του Σαίξπηρ «Ιούλιος Καίσαρ» και το ερμηνεύουν εξαιρετικά. Ο φακός παρακολουθεί την οντισιόν και την επιλογή των ερμηνευτών, τις προσπάθειες κατανόησης του κειμένου από ανθρώπους που δεν έχουν καμία ή ελάχιστη γνώση θεάτρου, το δέσιμο των προσωπικών τους εμπειριών με τα σημεία του κειμένου αλλά και τις σχέσεις μεταξύ τους.
Σε κάποια στιγμή ο «Βρούτος» λέει «Καταλαβαίνω τι θέλει να πει ο Βρούτος, αλλά πώς θα το μεταδώσω στον κόσμο, τους θεατές;». Παρακολουθούμε από κοντά κάθε κίνηση, κάθε σύσπαση του προσώπου και την προσπάθεια που καταβάλλουν οι ηθοποιοί, την αγωνία τους.
Προσέξτε το αίτημα ελευθερίας του έργου πώς δένει με το αίσθημα στέρησής της μέσα στη φυλακή.
Και μια λεπτομέρεια. Η όλη προετοιμασία της παράστασης και οι προσωπικές εκδηλώσεις των «ηθοποιών» δίνονται σε ασπρόμαυρο, ενώ η ίδια η παράσταση σε έγχρωμο.
Το φιλμ ξεκινάει και τελειώνει με την ίδια σκηνή: το φινάλε του «Ιουλίου Καίσαρα» με τον ύμνο του Μάρκου Αντώνιου στο νεκρό Βρούτο και την επιστροφή των «ηθοποιών» στα κελιά τους, μετά τα χειροκροτήματα των θεατών και την ολιγόλεπτη, αυθόρμητη χαρά τους. Την ευφορία που έρχεται με τη δημιουργία, την καταξίωση και την αναγνώριση της προσπάθειας διαδέχεται η θλίψη της επιστροφής στο κελί τους.
Η φράση του «Κάσσιου» στο τέλος «Από τότε που ανακάλυψα την τέχνη, αυτό το κελί έχει γίνει πραγματικά μια φυλακή» πραγματικά συγκλονίζει.
Κοντολογίς ένα φιλμ σταθμός από την παρακολούθηση του οποίου μόνο κέρδος θα έχουμε. Ας μη διστάσουμε να μπούμε στη σκοτεινή αίθουσα προβολής. Στην έξοδό μας θα νιώθουμε πιο ανθρώπινοι. Και αυτό στις μέρες μας μετράει.
16.11.2012