ΕΥΑ ΠΕΤΡΑΚΗ
Από σίδερο και κεχριμπάρι
Αληθινή ιστορία
Εκδόσεις Μελίχρυσος, Αθήνα 2012, σελ. 529
Η Μαγδαληνή γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Μικροπαντρεύτηκε – με προξενιό – έναν άνδρα πολύ μεγαλύτερό της, εύπορο, έντιμο και πράο που της έδωσε αγάπη και φροντίδα, που πρόσφερε μια άνετη ζωή σ’ αυτήν και στα ορφανά αδέρφια της. Στα δεκάξι της έγινε μητέρα, στα είκοσι δυο της, το 1922, πρόσφυγας. Ο άνδρας της και ο αδελφός της, αιχμάλωτοι των Τούρκων, χάθηκαν στη μικρασιατική καταστροφή. Την ώρα που εγκατέλειπε το σπίτι της μαζί με τα τρία παιδιά της και τις δυο μικρότερες αδελφές της, να γίνεις σίδερο και να τα αντέξεις όλα, να σταθείς σε όλους, της είπε η πεθερά της που έμεινε πίσω. Και στάθηκε. Από την πρώτη στιγμή. Έκανε ακόμα και τις πιο ταπεινές δουλειές για να επιβιώσει και να στηρίξει την οικογένειά της, χωρίς να κλαίει γι’ αυτά που είχε και έχασε. Ήταν όμως νέα κι όμορφη και –κυρίως – μια ξεχωριστή, χαρισματική ύπαρξη, γεμάτη χυμούς και τρυφερότητα. Ο Αλέξανδρος Λαμπρινός, μεγαλογιατρός της Αθήνας, φύση ποιητική και παρορμητική, την ερωτεύεται παράφορα. Εκείνη ανταποκρίνεται. Επικοινωνούν βαθιά, αισθάνονται ότι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Ξεκινούν μαζί ένα συναρπαστικό ταξίδι στους δρόμους του πάθους με απαράμιλλη ένταση, με αίσθηση απόλυτης πληρότητας και ολοκλήρωσης. Είναι ευτυχισμένοι. Αλλά η Μαγδαληνή, μάνα και πατέρας μαζί για τα παιδιά και τις αδελφές της, με αυξημένο το αίσθημα ευθύνης για τα δικά του μικρά παιδιά και τη γυναίκα του, κοιτάζει τον ουρανό ενώ ταυτόχρονα υποχρεώνεται να πατά γερά στη γη, να βάζει όρια. Έτσι, ο έρωτας γίνεται πόλεμος, οι χαρούμενες στιγμές ώρες οδύνης, η επιθυμία οργή.
Η Εύα Πετράκη κατορθώνει με αμεσότητα και οικονομία στη λογοτεχνική της έκφραση, να δημιουργήσει ένα έργο που έχει όλα τα στοιχεία του καλοφτιαγμένου μυθιστορήματος: σφιχτοδεμένη πλοκή, ολοζώντανους χαρακτήρες, σφοδρά πάθη, εναλλαγές και ανατροπές. Με γλαφυρότητα και διακυμάνσεις στο ρυθμό, κατακτά τον αναγνώστη ο οποίος συμμετέχει στις αγωνίες των ηρώων και αδημονεί για την έκβαση της ιστορίας. Οι διάλογοι και οι μονόλογοι διαθέτουν θεατρικότητα χωρίς να λαϊκίζουν – ακόμα και όταν περιέχουν οργισμένες, αγοραίες εκφράσεις – και συνδέονται αρμονικά με τα αφηγηματικά μέρη που παρεμβάλλονται. Η καθαρότητα και ο ελεγχόμενος ρομαντισμός της λιτής γραφής πείθουν για τη γνησιότητα των δραματικών εντάσεων και, όταν χρειάζεται, εμποδίζουν τη συγκινησιακή φόρτιση να φτάσει σε υπερβολές. Η συγγραφέας διαθέτει ψυχογραφική ικανότητα. Σκιαγραφεί την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών του μύθου παραστατικά με σύντομες αλλά καίριες και περιεκτικές περιγραφές. Επίσης, χωρίς να πλατειάζει, αναπλάθει με ενάργεια το κλίμα των εποχών στις οποίες αναφέρεται, εγχείρημα δύσκολο, εφόσον η εξιστόρηση αρχίζει το 1926 και τελειώνει το 1986.
Η διήγηση είναι σε τρίτο πρόσωπο∙ σε πρώτο είναι στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου αποκαλύπτεται ότι την ιστορία γράφει η εγγονή της Μαγδαληνής, βασισμένη στις σημειώσεις και σε αναμνήσεις της γιαγιάς της.
Η συγγραφεύς δεν εισάγει λογοτεχνικές καινοτομίες. Ο λόγος της, κάποτε παλλόμενος, πάντα στέρεος και μεστός, με απλά μέσα καταγράφει έντονα συναισθήματα, αποτυπώνει τραγικές κορυφώσεις και συγκλονιστικά βιώματα αλλά και στιγμές ευθυμίας και αισιοδοξίας. Πετυχαίνει, δηλαδή, μέσα από ένα θελκτικό κείμενο, να μιλήσει με πληρότητα για την ίδια τη ζωή με τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της, τους πόνους και τις χαρές της. Με απέριττο ύφος, με βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας, με αβίαστη μαστοριά και φυσικότητα συνθέτει μια πινακοθήκη οικείων, γοητευτικών προσώπων, διατρέχει εξήντα χρόνια ελληνικής ιστορίας και διατηρεί το ενδιαφέρον μας αμείωτο από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.
Η συνάδελφος Εύα Πετράκη, στο εισαγωγικό της σημείωμα, με πολλή μετριοφροσύνη μας μιλά για τη σχέση λατρείας που πάντα είχε με τη λογοτεχνία, την οποία, όπως λέει, τολμά να «ενοχλήσει» με αυτό το μυθιστόρημά της. Ευχόμαστε να τολμήσει ξανά και να μας δώσει κι άλλα έργα τόσο προσεγμένα όσο το «Από σίδερο και κεχριμπάρι».
Το εξώφυλλο του βιβλίου έχει επιμεληθεί η ζωγράφος Κική Βουλγαρέλη.
Βιβή Τουρόγιαννη