Η άψογη δομή και η λειτουργικότητα της φόρμας του έργου υπηρετήθηκαν υποδειγματικά από τους συντελεστές του Θεατρικού Τμήματος της ΟΤΟΕ
ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΟΤΟΕ
Έντουαρντ Άλμπι
«Ευαίσθητη ισορροπία»
Η θεατρική ομάδα της ΟΤΟΕ ανέβασε φέτος (2 έως 22 Μαΐου στο θέατρο Προσκήνιο το έργο «Ευαίσθητη ισορροπία» του Έντουαρντ Άλμπι (1928-) το οποίο παίχτηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ το 1966 και κέρδισε το σημαντικό βραβείο Πούλιτζερ το 19671. Ανάμεσα στα έργα του συγγραφέα συγκαταλέγεται και το πολυπαιγμένο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;2», γνωστό και από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία.
Έργο δωματίου, η «Ευαίσθητη ισορροπία», εκτυλίσσεται, από Παρασκευή έως Κυριακή, στο σαλόνι – στο living–room– του Τόμπυ και της Άγκνες, πλούσιων κατοίκων κάποιου προαστίου. Η Άγκνες3, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, είναι ο κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας το έργου. Δηκτική, αυστηρή, θεωρεί ότι αποτελεί το στήριγμα της οικογένειας που κρατάει όλους σε ισορροπία. Στην πορεία του έργου αποκαλύπτεται ότι το μέσο για την κατάκτηση της ισορροπίας στην οικογένειά της είναι το ίδιο μ’ εκείνο που χρησιμοποιεί για να διατηρεί την ισορροπία της πνευματικής της υγείας: η απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα. Ο σύζυγός της ο Τόμπυ, ένας εύπορος, συνταξιούχος επιχειρηματίας, συντηρεί την ισορροπία αυτή υποβαθμίζοντας τις κρίσεις μέσα από μια στάση ουδέτερη. Τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου είναι η Κλαιρ, νεότερη αδελφή της Άγκνες , που ζει στο σπίτι του Τόμπυ και της Άγκνες, η κόρη τους Τζούλια, ο Χάρρυ και η Έντνα, «οι καλύτεροι φίλοι» του ζευγαριού.
Ο Τόμπυ και η Άγκνες, προκειμένου να έχουν την «έξωθεν καλή μαρτυρία» ανέχονται και συντηρούν την Κλαιρ. Διαφωνούν με τις επιλογές της ανώριμης –παρά τα 36 της χρόνια – κόρη τους, τη δέχονται όμως στο σπίτι τους μετά το τέταρτο διαζύγιό της. Δυσφορούν με τον αιφνιδιαστικό ερχομό του Χάρρυ και της Έντνα, αλλά τους φιλοξενούν. Είναι εμφανές ότι οι σχέσεις των ηρώων του έργου είναι συμβατικές. Όταν εντείνεται η αμηχανία για τα όσα συμβαίνουν ανάμεσά τους, εύκολη λύση αποτελεί το αλκοόλ. Ένα μπαρ, εφοδιασμένο με ποικιλία από ποτά, είναι ουσιαστικό στοιχείο του σκηνικού. Φράσεις όπως «φτιάξε μου ένα ποτό», «θέλεις να σου φτιάξω ένα ποτό» είναι πολύ συχνές. Η μηχανιστική, επαναλαμβανόμενη διαδικασία της κατασκευής κοκτέιλ, ή απλά του γεμίσματος του ποτηριού ανάγεται σε ένα τελετουργικό εκτόνωσης, μια ευκαιρία για πρόσκαιρη φυγή.
Προειδοποίηση για την υποβόσκουσα ανατροπή ένα ευφυές σκηνοθετικό εύρημα: οι ηθοποιοί κάθε τόσο τινάζονται, τσιμπημένοι από αόρατα έντομα. Άλλο στοιχείο προβληματισμού: τα καβούρια στο πάτωμα της σκηνής.
Στην πρώτη πράξη η Άγκνες αναρωτιέται τι θα γίνει αν τρελαθεί. Ο Τόμπυ της απαντά ότι είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Εκείνη συμφωνεί, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να το επιτρέψει γιατί, απλούστατα, πρέπει να είναι σε θέση να τον φροντίζει. Στη σκηνή μπαίνει η εκρηκτική Κλαιρ, η οποία εμφανώς εκνευρίζει την Άγκνες. Ο Τόμπυ φαίνεται να τη συμπαθεί. Η Άγκνες δηλώνει ότι η Τζούλια, που πρόκειται να πάρει το τέταρτο διαζύγιό της θα έρθει στο σπίτι. Ακούγεται ένας κτύπος στην πόρτα. Μπαίνουν ο Χάρρυ και η Έντνα οι οποίοι, όπως αναφέρουν, είναι οι καλύτεροι φίλοι του Τόμπυ και της Άγκνες. Είναι τρομοκρατημένοι. Δηλώνουν ότι κάτι τους φοβίζει στο σπίτι τους και ζητούν από τους οικοδεσπότες να τους φιλοξενήσουν.
Στη δεύτερη πράξη ο Χάρρυ και η Έντνα μένουν πια στο σπίτι του Τόμπυ και της Άγκνες και μάλιστα στο δωμάτιο της Τζούλια η οποία όταν έρχεται διαμαρτύρεται έντονα γι’ αυτό. Η Έντνα της υπενθυμίζει ότι αυτή και ο άντρας της «είναι οι καλύτεροι φίλοι του Τόμπυ και της Άγκνες». Η Κλαιρ πειράζει την Τζούλια για το τέταρτο διαζύγιό της κι εκείνη σχολιάζει την εξάρτηση της Κλαιρ από το ποτό. Η Κλαιρ κατηγορεί τον Τόμπυ ότι αυτός και ο Χάρρυ ένα καλοκαίρι πριν χρόνια είχαν εξωσυζυγική σχέση με την ίδια νεαρή κοπέλα. «Θέλεις να ελέγχεις τη ζωή όλων μας», κατηγορεί η Τζούλια τη μητέρα της. «Ξέρω ότι δε μου ήσουν πιστός» δηλώνει πικρόχολα η Άγκνες στον Τόμπυ.
Στην τρίτη πράξη η οργή που έως τώρα υπέβοσκε, βγαίνει στην επιφάνεια. Η Άγκνες λέει στον Τόμπυ ότι πρέπει να αποφασίσει τι θα γίνει με τον Χάρρυ και την Έντνα εφόσον είναι εκείνος που παίρνει τις αποφάσεις. Του υπενθυμίζει ότι, μετά το θάνατο του γιου τους σε παιδική ηλικία, αυτός αποφάσισε να μην αποκτήσουν άλλο παιδί, αγνοώντας τη δική της επιθυμία. Ο Χάρρυ, φεύγοντας μαζί με την Έντνα, δηλώνει ότι, παρ’ ότι ο Τόμπυ και η Άγκνες είναι οι καλύτεροί του φίλοι, δεν θα τους φιλοξενούσε στο σπίτι του. Ο Τόμπυ ομολογεί ότι ούτε εκείνος το ήθελε, αλλά θεώρησε ότι ήταν υποχρεωμένος να το κάνει .
Ο συνωστισμός στο σπίτι, οι καβγάδες για ζωτικό χώρο και κατανόηση, τα υπονοούμενα, οι εκνευρισμοί και οι απογοητεύσεις, οδηγούν στην απώλεια της πολυπόθητης ισορροπίας.Εκεί που πριν κυριαρχούσε η υπομονή και η επίπλαστη σταθερότητα, τώρα επικρατεί το χάος. Η ένταση αυξάνεται όταν αποκαλύπτονται αλήθειες για το παρελθόν και τα αληθινά συναισθήματα των ηρώων. Στο τέλος του έργου η Άγκνες προβληματίζεται και πάλι για την ψυχική της υγεία∙ αμέσως μετά προσθέτει: «Η καημένη η Έντνα! Ο καημένος ο Χάρρυ! Πήγανε στο καλό… Κι εμείς σύντομα θα τους ξεχάσουμε. Ελάτε. Τώρα μπορούμε ν’ αρχίσουμε την καινούρια μέρα μας»… Η τάξη επανέρχεται.
Είναι δύσκολο μέσα από μια σχηματική διήγηση να αναδειχθεί η πυκνότητα και η πολυεπίπεδη σύλληψη του – απλού σε πρώτη ανάγνωση – αυτού έργου. Κάθε φράση, κάθε κίνηση, έχουν το συμβολισμό τους. Ενδεικτικό για τη σημασία των λεπτομερειών είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας παρεμβάλλει στο θεατρικό κείμενο αναλυτικές υποδείξεις προς το σκηνοθέτη.
Ο Σταύρος Ζαλμάς αξιοποίησε τις υποδείξεις αυτές. Έχτισε ψηφίδα-ψηφίδα μια ασφυκτική, αδιέξοδη ατμόσφαιρα. Έφερε στην επιφάνεια τη βία που οι ήρωες του έργου επιβάλλουν ο ένας στον άλλον, εθισμένοι στις εξαρτήσεις τους και στις αδυναμίες τους∙ τη βία που καλύπτεται από το προσωπείο μιας καθημερινότητας ρυθμισμένης σύμφωνα με τους κανόνες της αστικής ευπρέπειας. Χειρίστηκε με οικονομία το θεατρικό χρόνο. Καθοδήγησε τους ηθοποιούς έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα σφιχτοδεμένο, πειθαρχημένο σύνολο. Βέβαια, διέθετε ένα θίασο τον οποίο μπορούσε να εμπιστευτεί.
Η συνάδελφος Αμερινή Γεωργοπούλου (Άγκνες) στο μεγαλύτερο μέρος του έργου στέκεται όρθια, σχεδόν ακίνητη, ή καθισμένη – στην ίδια πάντα άκαμπτη στάση – στον καναπέ. Με μέσα λιτά χτίζει μια πυκνή παρουσία, εκείνη της άτεγκτης, προστατευτικής, κατά βάθος ψυχικά τραυματισμένης, ερημικής και άτολμης γυναίκας. Εκφράζει τις μεταβολές στη διάθεσή της σε χαμηλούς τόνους. Εγγράφει υποδόρια πίκρα και ειρωνεία στις συγκρατημένες χειρονομίες της, στις κοφτές αναπνοές της, στο άλλοτε απλανές κι άλλοτε εξεταστικό και κριτικό βλέμμα της. Με μια ελάχιστη σύσπαση στους μυς του προσώπου της, με ανεπαίσθητες αλλαγές στη φωνητική της κλίμακα κατορθώνει να μεταφέρει στο θεατή την τραγικότητα των αισθημάτων της. Χειρίζεται την υποκριτική ευχέρειά της έτσι ώστε να πλάθει μια αυτόνομη προσωπικότητα και ταυτόχρονα να υπακούει στον ενιαίο κώδικα που ο σκηνοθέτης έχει ορίσει.
Ο συνάδελφος Μιχάλης Σκυριανός (Τόμπυ), ερμηνεύει τον φαινομενικά μειλίχιο αλλά στην πραγματικότητα αλαζονικό Τόμπυ υιοθετώντας ένα ύφος απόμακρο, το οποίο διατηρεί ακόμα κι όταν διηγείται πώς έκανε ευθανασία στη γάτα του, επειδή πείσθηκε ότι δεν τον συμπαθεί. Σε αντίθεση με τη «σφιγμένη» Άγκνες είναι χαλαρός. Σωματοποιεί την αδιαφορία του για τα όσα συμβαίνουν γύρω του σε μια νωχελική ραθυμία. Προσηλωμένος στην εφημερίδα του, την οποία σπάνια αποχωρίζεται, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου κάθεται σε μια πολυθρόνα την οποία χρησιμοποιεί μόνο αυτός, σαν ένδειξη ίσως της οικονομικής του υπεροχής. Μόνο στην Τρίτη πράξη «ζωντανεύει». Προσδίδει στη φωνή του μια μεταλλική χροιά που οξύνεται δυσάρεστα όταν η έντασή της αυξάνεται∙ οι έως τώρα αργές, κομψές κινήσεις του γίνονται σπασμωδικές, άτεχνες. Δεν είναι πια ο ήρεμος οικοδεσπότης που συνεχώς παρακαλούσε τους άλλους να μιλούν ευγενικά. Είναι ένας τρομοκρατημένος άνθρωπος που πείθει το κοινό για την απώλεια του αυτοελέγχου του.
Η Κλαιρ της συναδέλφου Καραγιάννη περιγράφεται με σαφήνεια ήδη από τα πρώτα λεπτά της εισόδου της στη σκηνή, στην οποία κυριολεκτικά εισβάλλει, για να μείνει στη συνέχεια μετέωρη κι απορημένη. Περπατά γρήγορα, άγαρμπα, κουνάει τα χέρια απότομα, γελά δυνατά, κρατάει ένα ακορντεόν με το οποίο δηλώνει ότι θα παίξει μουσική – χωρίς να το κάνει – κάθεται στο πάτωμα, ειρωνεύεται, καγχάζει. Τη μια στιγμή αρνείται την εξάρτησή της από το αλκοόλ και την επόμενη ζητά ένα ποτό. Ασκεί στους συγγενείς της σκληρή κριτική, ενώ αποδέχεται την οικονομική της εξάρτηση από αυτούς. Οι γρήγορες εναλλαγές στις στάσεις, στις εκφράσεις της και στον τόνο της φωνής της, η αντίφαση ανάμεσα στις ωμές παρατηρήσεις της και στην τρυφερότητα, που σχεδόν σαν λυγμός αποκαλύπτεται δειλά για να καλυφθεί αμέσως μετά με κυνικές παρατηρήσεις, εικονοποιούν ένα χαρακτήρα αυτοκαταστροφικό που δοκιμάζει τα όρια της ύπαρξής του.
Η Χριστίνα Φούντα υποδύεται με επιτυχία την Τζούλια. Σύμφωνα με τη σκηνοθετική γραμμή, κι αυτή, όπως και η Κλαιρ, είναι υπερκινητική. Εκφράζεται έτσι η αντίθεση των εξωστρεφών αυτών χαρακτήρων με τους στατικούς, εσωστρεφείς Τόμπυ και Άγκνες. Η Τζούλια είναι το δημιούργημά τους, η απτή απεικόνιση της ανεπάρκειάς τους σαν γονιών. Υστερική, ανασφαλής, συμπεριφέρεται σαν νευρόσπαστο. Απαιτεί να ακουστεί και προσπαθεί να επιβληθεί ξεφωνίζοντας και γκρινιάζοντας. Σχολιάζει χωρίς υπεκφυγές σχέσεις, ανάγκες, υποχρεώσεις και δικαιώματα. Ζητά επιτακτικά να της επιστραφεί το δωμάτιό της – σύμβολο της χαμένης της παιδικότητας – το οποίο έχουν καταλάβει οι απρόσκλητοι επισκέπτες. Η παρουσία της είναι καταλυτική: είναι εκείνη που οδηγεί το έργο στη λύση του, όταν απειλεί όλους με ένα όπλο.
Ρόλοι-κλειδιά για την κατανόηση του έργου είναι εκείνοι του Χάρρυ και της Έντνας. Δεν πρόκειται για αυτοτελείς υπάρξεις∙ είναι το ολόγραμμα της Άγκνες και του Τόμπυ, το καθρέφτισμα του βαθύτερου, καταπιεσμένου εαυτού τους. Είναι η προσωποποίηση των συμβιβασμών, της αλλοτρίωσής τους, ένα θέαμα που επιβάλλει οδυνηρή αυτοκριτική. Η φωνή τους είναι η ηχώ του φόβου που η Άγκνες και ο Τόμπυ δεν τολμούν να ξεστομίσουν. Ενσαρκώνονται ιδανικά από τους συναδέλφους Φώτη Ηλιόπουλο και Άννα Κουράκου. Απόλυτα συντονισμένοι, κινούνται σαν μαριονέτες∙ συνθέτουν ομοιώματα ανθρώπων. Περπατούν με βαριά, κουρασμένα βήματα, χωρίς ψυχή. Τα πρόσωπά τους, σχεδόν παγερά και η φωνή τους, ανέκφραστη, έρχονται σε αντίθεση με τον τρόμο που περιγράφουν τα λόγια τους. Η εξαιρετική Έντνα της Άννας Κουράκου, γλυκερή, εξασθενημένη και απρόσωπη, κάνει ό,τι αποφεύγει η Άγκνες: λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Γίνεται ανατριχιαστική όταν δηλώνει ήπια αλλά κοφτά ότι «η Τζούλια δεν έχει δικαιώματα» στο σπίτι των γονιών της. Ο Χάρρυ του συναδέλφου Ηλιόπουλου, αντανάκλαση του Τόμπυ, ακόμα πιο συγκρατημένος από αυτόν, μιλά λίγο, με στιβαρή, επίπεδη φωνή∙ συχνά επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια. Είναι εκείνος που ανακοινώνει την αποχώρησή τους – ακόμα μια φυγή – που επαναφέρει την ολοφάνερα πια εύθραυστη ισορροπία.
Ο Άλμπι, όπως ο Ο’ Νηλ πριν από αυτόν, ο Άρθουρ Μίλλερ και ο Τέννεσση Ουίλιαμς εντάσσονται στους κλασικούς της αμερικανικής δραματουργίας. Τόλμησαν να μιλήσουν για τα κρυμμένα μυστικά της Αμερικής των ευκαιριών και των επιτυχιών, να ανιχνεύσουν τις αιτίες που εμποδίζουν την ατομικότητα να ολοκληρωθεί, τραυματισμένη καθώς είναι μέσα στις δυσλειτουργικές οικογένειες της εκτροφής και συντριβής ονείρων. Ανέδειξαν ένα θέμα που, προσφιλές σε πολλούς επιγόνους τους, αποτέλεσε τον πυρήνα πλήθους σύγχρονων θεατρικών έργων. Αυτή είναι και η αίρεσή μας για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου. Οι στερητικές συνθήκες που οδηγούν στην απαξίωση τον ψυχισμό των αργόσχολων εκπροσώπων της αφθονίας καθώς και των εκούσιων θυμάτων τους – καταστάσεις που έχουν εκτεθεί καθ’ υπερβολή τόσο στο θέατρο όσο και τον κινηματογράφο – ειδικά σήμερα που άλλου είδους στερήσεις αποτελούν δραματική επικαιρότητα, είναι ένα ζήτημα που λίγο αγγίζει το θεατρικό κοινό.
Η άποψη αυτή, βέβαια δεν αναιρεί τη σπουδαιότητα του έργου του Άλμπι, του οποίου η άψογη δομή και η λειτουργικότητα της φόρμας υπηρετήθηκαν υποδειγματικά από τους συντελεστές του Θεατρικού Τμήματος της ΟΤΟΕ. Τις εισόδους και εξόδους, τις παύσεις, τις πτώσεις και τις κορυφώσεις των ηθοποιών που εύρυθμα οργάνωσε ο Σταύρος Ζαλμάς, πλαισίωσε μουσικά η Ισμήνη Πεπέ∙ τους ψυχρούς φωτισμούς που ανέδειξαν την περιρρέουσα κρίση επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Μανούσης. Τα λειτουργικά, απλά σκηνικά, οργανικό στοιχείο της πλοκής του έργου, σχεδίασε ο Σταύρος Ζαλμάς, ο οποίος ήταν υπεύθυνος και για τα κοστούμια. Ενώ τα έπιπλα του σκηνικού παρέπεμπαν στη δεκαετία του ’60, τα κοστούμια δεν εντάσσονταν σε κάποια συγκεκριμένη εποχή, τονίζοντας έτσι τη διαχρονικότητα της πλοκής. Απλά, με χρώματα θαμπά, συνέτειναν στην επιδίωξη της πολυπόθητης ομοιομορφίας – ισορροπίας. Μόνη εξαίρεση τα κατακόκκινα παπούτσια της εξεγερμένης Τζούλια. Στην εκτέλεση των κοστουμιών, με τον Ζαλμά συνεργάστηκε η Άννα Κουράκου. Η συνάδελφος Καίτη Μιχελή ήταν η βοηθός του σκηνοθέτη και η συνάδελφος Ελευθερία Παπαδάκη είχε αναλάβει τα καθήκοντα του φροντιστή.
Για μια ακόμη φορά το Θεατρικό Τμήμα της ΟΤΟΕ απέδειξε ότι με εξαντλητική δουλειά και αγάπη, μπορεί ένα ερασιτεχνικό σχήμα να δώσει αποτέλεσμα ανώτερο από εκείνο που με αφθονία μέσων παρουσιάζουν πολυδιαφημισμένοι επαγγελματικοί θίασοι.
Βιβή Τουρόγιαννη
[1]. Πρόκειται για το ένα από τα τρία βραβεία Πούλιτζερ που κέρδισε κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας. Τα άλλα δύο έργα είναι «Με θέα τη θάλασσα» (Seascape,1974) και «Τρεις ψηλές γυναίκες» (ThreeTallWomen, 1990-1991).
2. Για το οποίο πήρε βραβείο Τόνυ.
3. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του ονόματος Άγκνες (=Αγνή).